γκιόσα

γκιόσα
η
1. γερασμένη γίδα ή προβατίνα που δεν γεννά πλέον
2. γερασμένη, άσχημη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αλβ.) gjosa < (σλαβ.) kozje].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γκιόσα — η (λ. σλαβ.) 1. γερασμένη προβατίνα ή κατσίκα που σταμάτησε να γεννά. 2. μτφ., γυναίκα γερασμένη και άσχημη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”